- ωχροπρόσωπος
- -η, -οαυτός που έχει κίτρινο πρόσωπο, ο κιτρινιάρης, ο κιτρινιασμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωχροπρόσωπος — η, ο, Ν αυτός που έχει ωχρό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + πρόσωπος (< πρόσωπο). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek